αιγιπόδης

αιγιπόδης
αἰγιπόδης, ο (Α)
γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, -γὸς + -πόδης < πούς, -δός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αἰγιπόδη — Αἰγιπόδης goat footed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιπόδη — αἰγιπόδης goat footed masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγιπόδην — Αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγιπόδην — αἰγιπόδης goat footed masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγοπόδης — αἰγιπόδης goat footed masc nom sg αἰγοπόδης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίποδας — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίπουν — αἰγιπόδης goat footed masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίπους — αἰγιπόδης goat footed masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίπους — αἰγίπους ( ποδος), ουν (Α) ο αιγιπόδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + πούς] …   Dictionary of Greek

  • αιγοπόδης — αἰγοπόδης, ο (Α) ο αιγιπόδης* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”